- ἰλίγγους
- ἴλιγγοςspinning roundmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
σκοτοματικώς — Μ [σκότος] επίρρ. φρ. «σκοτοματικῶς πληροῡμαι» πάσχω από ιλίγγους, έχω ιλίγγους (Θεοφάν. Ομ.) … Dictionary of Greek
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek
κατιλιγγιώ — κατιλιγγιῶ, άω (Μ) (επιτ. τ. τοὺ ιλιγγιώ*) καταλαμβάνομαι από ισχυρὸ ίλιγγο, από σκοτοδίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰλιγγιῶ «έχω ιλίγγους»] … Dictionary of Greek
κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… … Dictionary of Greek
νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… … Dictionary of Greek
ουργινέα — (ourginea). Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των λειριιδών. Αριθμεί περίπου 75 είδη και ευδοκιμεί στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Τα φυτά αυτά είναι πόες βολβόριζες, με φύλλα παράρριζα, συνήθως στενά, γραμμοειδή, και άλλοτε πλατιά,… … Dictionary of Greek
σκοτώδης — ῶδες, Α [σκότος] 1. σκοτεινός, σκοτοειδής 2. ασαφής («σκοτωδέστερον δὲ τοῡτο καὶ ξενικώτερον», Πλάτ.) 3. αυτός που πάσχει από σκοτοδινία, που παθαίνει ιλίγγους 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκοτῶδες σκοτεινότητα, σκοτεινιά («ξὺν ὅλῳ τῷ σώματι στρέφειν… … Dictionary of Greek